- ἐπιψηφίζειν
- ἐπιψηφίζωput to the votepres inf act (attic epic)ἐπιψηφίζωput to the votepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιψηφίζω — (AM ἐπιψηφίζω) επικυρώνω με την ψήφο μου αρχ. 1. θέτω σε ψηφοφορία 2. (για ρήτορα) προτείνω νόμο για ψήφιση στη βουλή 3. απόλ. (με δοτ.) συγκεντρώνω ψήφους για δικό μου όφελος 4. ζητώ τη γνώμη κάποιου («μὴ οὖν μηδὲ νῡν με κέλευε ἐπιψηφίζειν τοὺς… … Dictionary of Greek